συγγνωστόν

συγγνωστόν
συγγνωστός
pardonable
masc/fem acc sg
συγγνωστός
pardonable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυγγνωστόν — συγγνωστόν , συγγνωστός pardonable masc/fem acc sg συγγνωστόν , συγγνωστός pardonable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • отъпоущениѥ — ОТЪПОУЩЕНИ|Ѥ (97), ˫А с. 1.Разрешение уйти: Мирноѥ посланиѥ ѥсть рекъше грамота еп(с)пьлѧ. да ѥгда ѹбо хотѧть требѹюще нищии ѿити некде и просити мл(с)тнѧ. въземлѧтъ ѿпѹщениѥ ѿ еп(с)па. КР 1284, 94б; осѧзаи мѧ ˫ако азъ самы ѥсмь ѥгоже преже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συγγνωστός — ή, ό / συγγνωστός, όν, ΝΑ, θηλ. και ή Α [συγγιγνώσκω] άξιος συγγνώμης, αυτός που πρέπει ή μπορεί να συγχωρηθεί νεοελλ. συνεκδ. αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος αρχ. φρ. «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» είναι άξιο συγχώρησης το να.... επίρρ …   Dictionary of Greek

  • τιμωρητός — ή, όν, Α [τιμωρῶ] αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί («συγγνωστὸν οὐ τιμωρητὸν ἡ ἀσθένεια», Διον. Αρεοπ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”